- θερμοηλεκτρικός
- Αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο.
θ. κλίμακα σειρά. Μία σειρά μετάλλων καταγεγραμμένων με τέτοια σειρά σε έναν πίνακα ώστε, αν κατασκευάσουμε με δύο από αυτά ένα θερμοστοιχείο, η φορά του ρεύματος που διαρρέει τη θερμή επαφή είναι από το μέταλλο που προηγείται στη σειρά προς το άλλο μέταλλο. Το ρεύμα αυτό είναι πάντοτε ισχυρότερο από το ρεύμα θερμοστοιχείου κατασκευασμένου από δύο άλλα οποιαδήποτε μέταλλα που βρίσκονται στον πίνακα σε ενδιάμεση θέση. Παράδειγμα θ. κλίμακας είναι τα μέταλλα σελήνιο - αντιμόνιο - σίδηρος - κασσίτερος - χαλκός - άργυρος - λευκόχρυσος με 10% ράδιο - χρυσός - ψευδάργυρος - μόλυβδος κλπ. αλλά αυτή η σειρά δεν είναι εντελώς σταθερή και μεταβάλλεται, αν υπάρχουν στα μέταλλα ακόμα και ελάχιστες ποσότητες προσμείξεων.
θ. στήλη θερμοστήλη. Σύστημα από δύο ή περισσότερα θερμοστοιχεία τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να δίνουν στους ακροδέκτες της στήλης τάση ίση με το άθροισμα των τάσεων των θερμοστοιχείων που τη συνιστούν. Οι θ. στήλες χρησιμοποιούνται ως βολόμετρα ή πηγές ηλεκτρικής ενέργειας.
θ. τάσης συντελεστής (C). Συντελεστής αναλογίας στη σχέση που συνδέει τη θ. τάσης Εθ (βλ. λ. θερμοηλεκτρικό ζεύγος) με τη διαφορά θερμοκρασίας Δθ των δύο επαφών. Ο συντελεστής θ. τάσης εξαρτάται από τη φύση των δύο μετάλλων και τη Θερμοκρασία και έχει ιδιαίτερα μεγάλη τιμή στο ζεύγος των μετάλλων Bi-Cd (C = 10-4V.grad-1 στη συνήθη θερμοκρασία). Ο C μπορεί να πάρει την τιμή Ο είτε και να αλλάξει σημείο, (αναστροφή), όπως για πράδειγμα στο ζεύγος Fe-Cu όπου, αν διατηρήσουμε τη θερμοκρασία της μίας επαφής σταθερή και αυξήσουμε τη θερμοκρασία της άλλης, παρατηρούμε ότι η θ. τάση αυξάνεται στην αρχή σύμφωνα με τον τύπο Εθ = C. Δθ, μετά μηδενίζεται και τέλος η θ. τάση αλλάζει τελείως σημείο.
* * *-ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερμοηλεκτρισμό2. φρ. α) (ηλεκτρ.) «θερμοηλεκτρικά όργανα μετρήσεων» — γενικός χαρακτηρισμός οργάνων ηλεκτρικών μετρήσεων που χρησιμοποιούν θερμοζεύγηβ) φυσ. «θερμοηλεκτρική κλίμακα τών μετάλλων» ή «θερμοηλεκτρική σειρά τών μετάλλων» — πίνακας στον οποίο αναγράφονται όλα τα μέταλλα με τέτοια σειρά ώστε, αν συγκολληθούν δύο από αυτά για να σχηματίσουν θερμοηλεκτρικό ζεύγος, η φορά τού ρεύματος που διαρρέει τη θερμή επαφή είναι από το μέταλλο που βρίσκεται στην υψηλότερη θέση τού πίνακα προς το μέταλλο που βρίσκεται στη χαμηλότερη θέσηγ) τεχνολ. «θερμοηλεκτρικός σταθμός» ή «θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο» — εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιεί θερμική ενέργεια παραγόμενη από γαιάνθρακα, πετρέλαιο κ.ά. καύσιμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermoelectric < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + electric (πρβλ. ηλεκτρικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.